- σταλαγμός
- ο, ΝΜΑ, και σταλαχμός και σταλαμός Ν [σταλάσσω]το να σταλάζει νερό ή άλλο υγρό, το να πέφτει σταγόνα σταγόνα (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ.θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», Αριστοτ.γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν», Αριστοτ.)νεοελλ.το γείσο τής σκεπής από όπου σταλάζει το νερό, υδρορρόηαρχ.1. σταγόνα που πέφτει από το στόμα ίππων ή άλλων καταδιωκόμενων ζώων2. ελάχιστη ποσότητα3. ειρων. πολύ μικροκαμωμένος άνθρωπος4. φρ. «τύχης σταλαγμός» — σπάνια περίπτωση τύχης.
Dictionary of Greek. 2013.